- Ἕσπερ'
- Ἕσπερε , Ἕσπεροςmasc voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἕσπερ' — ἕσπερα , ἕσπερος of neut nom/voc/acc pl ἕσπερε , ἕσπερος of masc/fem voc sg ἕσπεραι , ἑσπέρα evening fem nom/voc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ίδιο(ν) — υποκορ. κατάλ. τής Ελληνικής, η οποία στη Νέα Ελληνική εμφανίζεται συνήθως με τη μορφή ίδι* (Ι), χρησιμοποιείται, όμως, συχνά και με την πρωτογενή μορφή της, ιδίως σε τεχνικούς επιστημονικούς όρους (πρβλ. αρθρ ίδιο, κρατ ίδιο, μαχαιρ ίδιο, ξιφ… … Dictionary of Greek
θαλασσινός — ή, ό (Μ θαλασσινός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θάλασσα ή που προέρχεται από αυτήν («θαλασσινός αγέρας») νεοελλ. 1. αυτός που γίνεται διά θαλάσσης («θαλασσινό ταξίδι») 2. το αρσ. ως ουσ. ο θαλασσινός ο ναυτικός 3. (το ουδ. πληθ. ως… … Dictionary of Greek